- δαιμονιάζομαι
- δαιμονι-άζομαι,A = δαιμονίζομαι 111, PMag.Par.1.3007.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονιάζομαι — [δαιμόνιο] δαιμονίζομαι … Dictionary of Greek
δαιμονιαζομένους — δαιμονιάζομαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)